Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΟΜΑΚΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Parátkana lélä i húbavo mómo

Edín vakît i ennó vrâme enná momá utishlóla ye na râkana da peré drípï. Pri râkana imâl edín bunár. Sredé bunáren imâl ye edín kámen. Pokácheva se na kámene enná zhába.


Mómecheno gléda zhábana i zhábana gléda momána. Zhábana flíza faf bunáre i mómecheno se pokácheva ma kámenen. Μómecheno se spúska nis kámene nadól i flíza faf enná kîsta.


Faf kîstana imâlo enná bábichka. I bábichkana hi víka:
- Da zémesh da zametésh i da ne zametésh.

Momána ye zélo da se chûdi kakná da stóri.
Bábichkana imâla ye ennó kópele. Kópelöno hi víka:
- Kakná se chûdish?
Momána mu víka:
- Máyka ti mi réche “Da zametésh I da ne zametésh”
Kópelöno hi víka:
- Dáy mi da te pólübem i she ti kázam kakná da stórish.
Momána mu víka:
- Ya da znáyem ta she si úmram néma ti dam da me polûbish.
I kópelöno hi kázava kakná da stóri. Víka hi:
- Ni sredé she zametésh i pres kráeto she go astávish.

Bábichkana si doháda i víka hi:
- Donéla sam môso. Da go sfarísh i da ne.


Momána sa pak zachûdila kak da go sfarí.
Kópelöno hi pak víka:
- ‘Oti se chûdish ?
- ‘Oti mi, víka, máykati donéla sam môso da go svárem i da ne.

Kópelön yi pak víka:
- Dáy mi da te pólübem i she ti kázam kakná da stórish mesôno.
Momána mu pak víka:
- Ya da znáyem ta she si úmram pak ti néma dam da me polûbish.

I kópelön hi kázava kak da sfarí mesôno:
- Kládi go málku da povrí i sétne go kládi na kráyen.
Bábichkana pak doháda i víka na momána:
- Da ídesh da zémesh od lélya sfírkïne i tîpaneno.
Momána se ya pak zachûdila prez kadé da íde. Kópelön hi víka:
- ‘Oti se pak chûdish?
- ‘Oti me prováda máykati da ídam da zémam od léleti sfírkïne i tópaneno.

Kópelön hi víka :
- Dáy mi da te pólübem i she ti kázam prez kadé da ídesh.

Momána mu pak víka:
-Ya da znáyem ta she si úmram pak ti néma dam da me polûbish.
I kópelöna hi kázava:
- Agá slezésh niz skálasa she fátish niz lésna straná na dólu i she izlezésh na lélya.
I víka hi:
- She srôsnesh edín bunár. Alá bunáre yátse she bíye na grózno. I ti she se navedésh da pínnesh od bunáren i she rechésh: “Váy, kak slátka vodítsa i blága”. I she minésh. She srôsnesh kîtki. Pak she se navedésh i she bínnesh kîtkine i she rechésh: “Váy kak bíyet na kámatno”. I she zaminesh. I zam she da srôsnesh enná stára i písiva kîsta. I she se pokáchish niz skálana. Alá agá she káchish she ya zametésh. I she vídish sréstu skálana sfîrkine i tîpaneno. She hi zémesh i she dóydesh.


Lélena víka na skálana:
- ‘Udri momáta da pánne.
Skálana advráshta:
- Kak she ya údriyem? Yéla da vish kak me ye zaméla. Pak ti ne mazhí da me zametésh.

I víka na kîtkïne:
- Kîtkï, údrite momáta da pánne.
Kîtkïne víkot:
- Kak she ya údriyeme. Ti kólko pomínash i ne víkash kak bíyeme na kámatno. Pak tä na ennîsh pominá i víka kak bíyeme na kámatno.

Ι parátkana lélya víka na bunáren:
- ‘Udavi momáta!
Ι bunáren víka:
-Kak she ya údavem agá pínna od vadítsasa.
I víka: «Kak ye slátka i blága vodítsasa mi»
Pak ti kólko pomínash i ne víkash enîy.


I momána enîy onnísa sfírkine i tîpaneno. I dokáravat kópelüne enná nevâsta za da se ozhéni.
I katrána momá ya stórila vrit húbavono klávat hi múmove na pîrstene da gorét. Agá izgorét múmovene i tä she izgorí.

Nevâstana hi víka:
- She izgorísh!
I tä ne víka níkak. Kópelön víka mómenohi:

- Dáy mi da te pólübem i she ti ískaram múmovete.
I momána mu víka:
-Ya da znáyem ta she ízgorem pak ti néma dam da me polûbish.

I nevâstana hi víka:
- Dáy mi, bre budaló, da te polûbi, óti she izgorísh!
- Méne mi réche edín halvajíye “Yéla da ti pólübem I she ti dam halva”. I ya mu dádah ta me polûbi i tóy mu dáde halva.

I kópelöno ya ispáda déno mu sa dokárali móma za nevâsta óti ye bîla ne húbava. Ι zíma húbavana momá, izváda hi i múmavene za da ne izgorí. Ι zíma ta právet enná sfádba yátse húbava i prekáravali sa yátse húbave.

Η κακιά θεία και το καλό κορίτσι

Μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι είχε πάει στο ποτάμι για να πλύνει ρούχα. Κοντά στο ποτάμι υπήρχε ένα πηγάδι. Μέσα στο πηγάδι υπήρχε μία πέτρα. Ανέβηκε πάνω στην πέτρα ένας βάτραχος.

Το κορίτσι κοιτάει το βάτραχο και ο βάτραχος κοιτάει το κορίτσι. Ο βάτραχος μπαίνει στο ποτάμι και το κορίτσι ανεβαίνει στην πέτρα. Το κορίτσι κύλησε από την πέτρα προς τα κάτω και βγήκε σε ένα σπίτι.

Στο σπίτι υπήρχε μια γιαγιάκα. Και η γιαγιάκα της λέει:
- Να αρχίσεις να σκουπίσεις και να μη σκουπίσεις.
Το κοριτσάκι άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει. Η γιαγιάκα είχε ένα αγόρι. Το αγόρι της λέει:

- Τι σκέφτεσαι;
Το κορίτσι τού λέει:
- Η μάνα σου μού είπε «να σκουπίσεις και να μη σκουπίσεις».
Το αγόρι της λέει:
Άσε με να σε φιλήσω και θα σου πω τι να κάνεις.
Το κορίτσι του λέει:
- Ακόμα κι αν ήξερα ότι θα πέθαινα δε θα σε άφηνα να με φιλήσεις.
Και το αγόρι τής είπε τι να κάνει. Της λέει:
- Στη μέση θα σκουπίσεις και από τις άκρες θα το αφήσεις.

Η γιαγιάκα έρχεται και της λέει:
- Έχω φέρει κρέας. Να το βράσεις και να μην το βράσεις.

Το κορίτσι πάλι άρχισε να σκέφτεται πώς να το βράσει. Το αγόρι της λέει ξανά:
- Γιατί σκέφτεσαι;
- Επειδή, λέει, η μάνα σου μού έφερε κρέας να το βράσω και να μην το βράσω.

Το αγόρι πάλι της λέει:
- Άσε με να σε φιλήσω και θα σου πω πώς να βράσεις το κρέας.
Το κορίτσι του λέει πάλι:
- Ακόμα κι αν ήξερα ότι θα πέθαινα δε θα σε άφηνα να με φιλήσεις.

Και το αγόρι της εξηγεί πώς να βράσει το κρέας:
- Άφησέ το για λίγο να βράσει και βάλτο στην άκρη.
Η γιαγιάκα πάλι ήρθε και λέει στο κορίτσι:
- Να πας και να πάρεις από τη θεία τις φλογέρες και τα νταούλια.
Το κορίτσι πάλι σκεφτότανε από πού να πάει. Το αγόρι της λέει:
- Γιατί πάλι σκέφτεσαι;
- Επειδή με έστειλε η μητέρα σου να πάω να πάρω από τη θεία σου τις φλογέρες και τα νταούλια.
Το αγόρι της λέει:
- Άσε με να σε φιλήσω και θα σου πω από πού να πας.

Το κορίτσι του ξαναλέει:
- Ακόμα κι αν ήξερα ότι θα πέθαινα δε θα σε άφηνα να με φιλήσεις.
Και το αγόρι της λέει:
Όταν κατέβεις από τη σκάλα θα στρίψεις δεξιά προς τα κάτω και θα βγεις στη θεία.
Και της λέει:
- Θα συναντήσεις ένα πηγάδι. Αλλά το πηγάδι θα μυρίζει πολύ άσχημα. Κι εσύ θα σκύψεις να πιεις από το πηγάδι και θα πεις: «Βάι, τι νόστιμο και γλυκό νεράκι». Και θα περάσεις. Θα συναντήσεις λουλούδια. Πάλι θα σκύψεις και θα μυρίσεις τα λουλούδια και θα πεις «Τι όμορφα μυρίζουν». Και θα περάσεις. Και μετά θα συναντήσεις ένα παλιό και βρώμικο σπίτι. Και θα ανέβεις τα σκαλιά. Αλλά καθώς θα ανεβαίνεις θα τη σκουπίζεις. Και θα δεις απέναντι από τη σκάλα τις φλογέρες και τα νταούλια. Θα τα πάρεις και θαρθείς.

Η θεία είπε στη σκάλα:
- Χτύπα το κορίτσι για να πέσει.
Η σκάλα απαντάει:
- Πώς να τη χτυπήσω; Έλα να δεις πώς με σκούπισε. Αλλά εσύ δε μπόρεσες να με σκουπίσεις.
Και λέει στα λουλούδια:
- Λουλούδια, χτυπήστε το κορίτσι για να πέσει.
Τα λουλούδια λένε:
- Πώς να τη χτυπήσουμε; Εσύ τόσο καιρό περνάς και δε λες πόσο ωραία μυρίζουμε. Αλλά αυτή μια φορά πέρασε και είπε τι ωραία που μυρίζουμε.
Και η κακιά θεία λέει στο πηγάδι:
- Πνίξε το κορίτσι!
Και το πηγάδι απαντάει:
- Πώς να την πνίξω αφού ήπιε από το νερό μου και είπε «Τι νόστιμο και γλυκό είναι το νεράκι μου». Εσύ όμως τόσο καιρό περνάς και ποτέ δεν είπες έτσι.

Και το κορίτσι έτσι πήγε τις φλογέρες και τα νταούλια. Και φέρνουνε στο αγόρι μία νύφη για να την παντρευτεί.
Και εκείνο το κορίτσι που έκανε όλο το καλό της έχουν βάλει στα δάχτυλα κεριά να καίνε. Όταν καούν εντελώς τα κεριά και αυτή να καεί.

Η νύφη τής λέει:
- Θα καείς!
Και αυτή δε λέει τίποτα. Το αγόρι λέει στο κορίτσι:
- Άσε με να σε φιλήσω και θα σου βγάλω τα κεριά.
Και το κορίτσι του λέει:
- Ακόμα κι αν ήξερα ότι θα καώ δε θα σε άφηνα να με φιλήσεις.

Και η νύφη της λέει:
- Άφησε τον, βρε χαζή, να σε φιλήσει, γιατί θα καείς!
- Εμένα μου είπε ένας χαλβατζής «Άσε με να σε φιλήσω και θα σου δώσω χαλβά». Κι εγώ τον άφησα να με φιλήσει και μου έδωσε χαλβά.

Το αγόρι έδιωξε το κορίτσι που του φέρανε για νύφη επειδή δεν ήταν καλό κορίτσι. Και παίρνει το καλό κορίτσι, της βγάζει τα κεριά για να μην καεί. Και έκαναν ένα γάμο πολύ όμορφο και περνούσανε πολύ ωραία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου