Η κοινωνική λειτουργία των παραμυθιών στις ορεινές κοινότητες των Πομάκων είναι πολύπλευρη. Τα παραμύθια, από τη στιγμή που διαδίδονται ευρύτερα και γίνονται δημοφιλή, λειτουργούν ως ένας συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στους ανθρώπους. Συμπυκνώνοντας με ύφος λιτό γνώσεις και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, αποτυπώνουν τις σχέσεις των ανθρώπων, τα ήθη, τους προβληματισμούς τους αλλά και μια στοχαστική αντιμετώπιση των δυσκολιών της ορεινής διαβίωσης. Βέβαια, η απλή μελέτη των κειμένων των παραμυθιών δεν επαρκεί για την ορθή κατανόησή τους. Στις παραδοσιακές κοινότητες το παραμύθι ήταν έκφραση συγκεκριμένων κοινωνικών λειτουργιών που χρειάζεται να προσδιοριστούν. Τα κοινωνικά συμφραζόμενα του παραμυθιακού λόγου περιλαμβάνουν θέματα όπως: 1) πότε και πού εκφέρονται οι διάφορες μορφές αφήγησης, 2) ποιος τις λέει και σε ποιο ακροατήριο 3) ποια δραματικά τεχνάσματα χρησιμοποιούνται, όπως χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου, μίμηση κλπ. 4) ποια είναι η συμμετοχή του περίγυρου στην πράξη της αφήγησης 5) ποια κατηγοριοποίηση του λαϊκού λόγου αναγνωρίζεται από τους ίδιους τους δημιουργούς του 6) ποια είναι η στάση του συνόλου απέναντι σε αυτές τις κατηγορίες.
Στην πομάκικη παραμυθιολογία αφθονούν οι μύθοι με ζώα, φανταστικά όντα αλλά και οι διηγήσεις για ανθρώπους. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα παραμύθια με το Νασραντίν χότζα και άλλες ευτράπελες ιστορίες, καθώς και παραδόσεις που βασίζονται σε αληθινά συμβάντα. Η βασική θεματολογία των παραμυθιών των Πομάκων παρατηρούμε ότι χτίζεται πάνω στις θεμελιώδεις ανθρώπινες σχέσεις. Όπως και στα ελληνικά παραμύθια η δύναμη της αγάπης, η βεβαιότητα του θανάτου, ο σεβασμός της ζωής, η κοσμική δικαιοσύνη, το πρόβλημα της ανταμοιβής για το καλό και της τιμωρίας του κακού εμφανίζονται συχνά, ενώ πολλά περιστατικά βασίζονται στη δύναμη του πεπρωμένου να ελέγχει τη μοίρα των ανθρώπων.
Ο ρόλος των Πομάκων αφηγητών ήταν να μεταδώσουν ποικίλες μορφές προφορικής επικοινωνίας. Αν και, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφηγητής, τα εξαιρετικά χαρίσματα ορισμένων ανδρών και γυναικών τους ξεχώριζαν ως παραμυθάδες με ιδιαίτερα καλή μνήμη και μεταδοτικόητα. Οι Πομάκοι παραμυθάδες χειρίζονται τα μοτίβα και την πλοκή της ιστορίας που αφηγούνται με ιδιαίτερο τρόπο, χρησιμοποιώντας μια σειρά από εξω-γλωσσικά στοιχεία (χειρονομίες, επιφωνήματα, τραγούδια, γκριμάτσες κλπ), γεγονός που μετατρέπει συχνά την αφήγηση σε ολοκληρωμένη παράσταση. Η ανάμνηση των συναντήσεων όπου γίνονταν αφηγήσεις παραμυθιών παραμένει ζωντανή σε όσους την έχουν ζήσει. Ένας Πομάκος από τα Κιμμέρια μας πληροφορεί σχετικά:
Όταν ήμουνα παιδί λέγανε παραμύθια. Όλο έτσι περνούσε ο κόσμος την ώρα του. Δεν είχαμε ούτε τηλεόραση, ούτε μαγαζιά. Όλο παραμύθια λέγανε. Κάνανε και αστεία. Όλοι λέγανε παραμύθια. Και ο πατέρας μου και η μάνα μου και οι παππούδες. Λέγανε τέτοια. Στα σπίτια. Το βράδυ μαζευόνταν εκεί και κάνανε poprâlka [νυχτέρι]. Οι απάνω το λένε metzé, στη Γλαύκη, στα άλλα χωριά. Εμείς το λέμε poprâlka. Μαζεύονταν πολλοί. Κι απ’ τα άλλα τα σπίτια. Τώρα είμαστε φίλοι. Έρχομαι εγώ με τα παιδιά. Αύριο το βράδυ εσύ έρχεσαι. Έρχονται κι άλλα φιλαράκια, μαζευόμαστε και λέμε ο καθένας τα παράπονά του. Έτσι να γελάσουμε. Λέγανε στου τάδε το σπίτι έχει poprâlka. Να πάμε κι εμείς. Είχε πολύ κόσμο. Γιομάτο το σπίτι. Εσύ λες τα δικά σου, εγώ λέω τα δικά μου, γελάνε, καφέδες πίνουν. Και τραγούδια. Τα παραμύθια τα λέγαμε masál. Λέγαμε: Πες μου ένα παραμύθι παππού (Kázi mi annók masále dédu). O παππούς αρχίναγε: Bir vakît bir zamán [Μια φορά κι έναν καιρό]…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου