Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

4. Η θεματολογία του πομάκικου παραμυθιού

Τα πρότυπα που αντικατοπτρίζονται στο πομάκικο παραμύθι παραπέμπουν σε μια σειρά από κοινωνικές και ηθικές αξίες όπως η πίστη στο Θεό και στη δύναμη του πεπρωμένου, η φιλανθρωπία, η τιμιότητα, η φιλία, ο σεβασμός στους γονείς, η συζυγική πίστη, η γενναιότητα, η ομορφιά, η δικαιοσύνη. Η έλλειψη τέτοιων αρετών παρουσιάζεται ως παραβίαση της ηθικής τάξης: το ψέμα, η αγνωμοσύνη, η λαιμαργία, η ζήλια, το μίσος, η απιστία έχουν αποτελέσματα καταστροφικά. Οι αντιθετικές σχέσεις (φτώχεια/πλούτος, ομορφιά/ασχήμια, εξουσία/υποταγή, ευφυία/ανοησία κλπ) φαίνεται να κυριαρχούν στη θεματολογία του πομάκικου παραμυθιού. Εξίσου κυρίαρχη είναι η παρουσία υπερφυσικών όντων. Δράκοι, φαντάσματα, διαβόλοι, νεράιδες. Ιδιαίτερα συχνά συναντάμε αναφορές σε στοιχειωμένους μύλους. Η σύγκρουση με τέρατα και δράκους είναι ουσιαστικά η μάχη του κακού με το καλό, της ζωής με το θάνατο, με τελική κατάληξη τη δικαίωση του καλού. Ένα σχετικό παραμύθι είναι αυτό που αντιστοιχεί στον παραμυθιακό τύπο AaTh 301A, το οποίο συχνά συμφύρεται με τον τύπο AaTh 554B. Πρόκειται για το δρακοντοκτόνο ήρωα που καταδιώκει το δράκο στον κάτω κόσμο και επιστρέφει στις φτερούγες ενός αετού. Η πομακική παραλλαγή έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με άλλες θρακικές παραλλαγές. Στον ίδιο θεματικό κύκλο εντάσσεται και το παραμύθι Αminâ na vadenítsono (Η Εμινέ στο μύλο) που σχετίζεται με το παραμύθι των 12 μηνών, που συναντάμε σε δεκάδες βαλκανικές εκδοχές. Ακολουθεί παραλλαγή του παραμυθιού από τη Σμίνθη:

Zhïváli so bírzeman adín chülâk i anná zhaná i imâli so annó mómiche. Zhanána si ye umrâla mladá i mómicheno ye astánalo öksûzin, pak chülâkon ye stánal mejbúr da so azhóni nah drúgo zhóno. Drugána zhaná ye imâla i tya annó mómiche i zaváli go so Aminâ. Mílavala ye yálnïs tóynono mómiche, Aminô, pak drúgumune ye dávala izéte i nagádala go ye da právi vrit tôshkïne rábatï. Annók déne ye prevódila Aminô na vadenítsono da sméli bráshno i reklála ye drúgumune mómichötu da so hazïrladísava da íde pak to akshámlayinno. Sétilo so ye azám pústono mómiche óti ye lelâ mu ískala da mu stóri parátiko, óti so vríttsi kázavali óti ye akshámlayinno na vadenítsono imâlo jínye. Upláshalo so ye mómicheno i atishlólo ye na bábo mu da ye papîta kaná da právi: «Kaná da právem, bábo, preváda mo akshámlayinno na vadenítsono da mo izedé jínyeno», reklólo yi ye mómicheno i plákalo ye. «Namóy da to ye strah, kadóno», reklála ye bábana unúchetune, «she ti dam annók pétla i chûyesh li go jínyeno da íde, she go pátnesh trish keré. Jínyeno she chûye petláne i she izbâga, óti go ye strah agá payé». Dála mu ye petláne faf annó kóshnitso i mómicheno si ye atishlólo. I has, le so ye smrachílo, léle mu go ye prevódila nah vadenítsono. Zôlo ye mómicheno misírene faf sakúlene, zôlo ye i petláne faf kóshnitsono i tórnalo ye. Agá ye fprâlo na vadenítsono, métnalo ye misírene da so méli i châkalo ye da dóyde jínyeno. Agá kazá sredénnosh chûlo ye nókakva glása i usétilo ye jínyeno da yanïshtísava. Sétilo so ye i jínyeno, agá ye vlâlo faf vadenítsono, óti ye imâlo chülâka uvótre i tórnalo ye da abiískava. Pátnava azám mómicheno annósh, dvash i yéshte annósh i toy papâva trish keré. Jínyeno so ye upláshalo i pódilo ye da si varví, alá kugána da si pódi nashlólo ye mómicheno i apkîchilo go ye sas lírï i drúgo skópo gïzdílo. Mífko po sétne so ye razvídelilo i mómicheno sas brashnóno faf sakúlene i gïzdílono na shîyeno vórnalo so ye nah sélono. Púknalï so so ad hasetlíka léle mu sas dashterôno yi, agá go so vídelï ad duléche da si íde zhîvo. Alá agá si ye fprâlo mómicheno u täh i vídelï so lírïne i gïzdílono, zôlo ye i da gi ye gnäf na to. Papîtalï go so azám mómicheno kadé go ye nashlólo inazí síchkono i to agá mi ye kázalo ta mu go ye jínyeno dálo, le inagáne ye léle mu reklála: «Búksham she Aminâ da íde na vadenítsono». I agá so ye smrachílo, zôla ye Aminâ sakúlene sas misírene, zôla ye i annó kóte sas tîye i tórnala ye. Agá ye fprâla na vadenítsono Aminâ, métnala ye misírene da so méli i châkala ye faf annó keshó. I has, kazá sredénnosh chûva i tya nókakva glása i vídeva mífko po sétne jínyeno da fîrka nah vadenítsono. Zôla ye azám Aminâ da pátka kóteno i to da merúka, alá jínyeno agá da izbâga, che so ye fkîsnalo yéshte po i narîrilo ye Aminô i skótsalo ye. Agá so ye razvídelilo, Aminína máyka ye izlâla na vratána i châkala ye da si so vórne. Slóntseno ye izlâlo sas dva sïrîka, alá ye Aminô búlo ne vidé níkade. Zôlï so azám da ye fakolâvot chórnï zmíye parátikono zhóno i ha bre dö bre zôla ye pótene za nah vadenítsono da si abiískava dashterôno. Agá ye fprâla na vadenítsono i ne ye nashlála, zôla ye da pláche i da rûka: «Mínka marí, Mínka, Mínka». Chûla ye azám jínyeno da yi advráshta: «Mínkinïte kormínkï so na kólkane navítkï».

Ζούσε μια φορά ένας άνδρας και μια γυναίκα και είχαν ένα κορίτσι. Η γυναίκα πέθανε νέα και το κοριτσάκι έμεινε ορφανό, αλλά ο άνδρας αναγκάστηκε να παντρευτεί άλλη γυναίκα. Η άλλη γυναίκα είχε και αυτή ένα κορίτσι που το έλεγαν Εμινέ. Αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Εμινέ, αλλά το άλλο το βασάνιζε και το έβαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλιές.
Μια μέρα έστειλε την Εμινέ στο μύλο ν’ αλέσει αλεύρι κι είπε στην ψυχοκόρη της να ετοιμάζεται για να πάει αυτή ν’αλέσει τη νύχτα. Κατάλαβε τότε το κακόμοιρο το κορίτσι πως η μητριά της ήθελε να της κάνει κακό, γιατί όλοι έλεγαν πως στο μύλο τη νύχτα έβγαιναν φαντάσματα. Φοβισμένο τράβηξε για τη γιαγιά του να ρωτήσει τι να κάνει. «Τι να κάνω, γιαγιά, με στέλνει στο μύλο τη νύχτα, για να με φαν τα φαντάσματα», της είπε κλαίγοντας. «Μη φοβάσαι, ψυχούλα μου», καθησύχασε η γιαγιά την εγγονούλα της, «θα σου δώσω έναν κόκορα και, μόλις τ’ ακούσεις να’ρχονται, θα τον χτυπήσεις τρεις φορές. Τα φαντάσματα θα ακούσουν τον κόκορα και θα φύγουν, γιατί φοβούνται το λάλημά του». Της έδωκε ύστερα την ευχή της και τον πετεινό σ’ένα καλαθάκι και το κορίτσι έφυγε.
Και πραγματικά, μόλις νύχτωσε, την έστειλε η μητριά της στο μύλο. Πήρε κείνη το σακί της με το καλαμπόκι, πήρε και το καλαθάκι της με τον κόκορα και κίνησε. Σαν έφτασε στο μύλο, έριξε το καλαμπόκι της γι’ άλεσμα και περίμενε να έρθουν τα φαντάσματα. Και τα μεσάνυχτα άκουσε παράξενες φωνές κι ένιωσε τα ξωτικά να σιμώνουν στο μύλο. Κατάλαβαν και κείνα, μόλις μπήκαν, πως έχει άνθρωπο κει μέσα κι αρχίνησαν να ψάχνουν. Χτυπάει τότε το κορίτσι τον κόκορα μια και μια κι άλλη μια και κείνος λάλησε τρεις φορές. Tα ξωτικά τρόμαξαν και κίνησαν να φύγουν, μα προτού φύγουν βρήκαν το κορίτσι και το στόλισαν με φλουριά κι άλλα πλουμίδια ακριβά.
Σε λίγο ξημέρωσε και το κορίτσι με τ’ αλέτρι στο σακί και τα πλουμίδια στο λαιμό πήρε το δρόμο και γύρισε στο χωριό. Λύσσαξε η μητριά κι η θυγατέρα της, σαν την είδαν από μακριά να γυρνάει πίσω ζωντανή. Μα, σαν έφτασε στο σπίτι το κορίτσι κι είδαν και τα φλουριά με τα πλουμίδια, λύσσαξαν πια κι απ’ τη ζήλια τους. Ρώτησαν το τι και πώς και, σαν άκουσαν πως τα ’δωσαν τα ξωτικά, δεν χάνουν καιρό και παίρνουν την απόφαση: «Απόψε θα πάει στο μύλο η Εμινέ». Κι έτσι σα νύχτωσε παίρνει η Εμινέ το σακί της με το καλαμπόκι, παίρνει μαζί της κι ένα γατί και κινάει για το μύλο.
Σαν έφτασε, ρίχνει το καλαμπόκι της γι’ άλεσμα και περιμένει σε μια γωνιά. Και πράγματι κατά τα μεσάνυχτα ακούει παράξενες φωνές, και βλέπει σε λίγο τα ξωτικά να χυμάν στο μύλο. Αρχίνησε τότε να χτυπάει το γατί κι εκείνο να φωνάζει, μα τα ξωτικά αντίς να φοβηθούν αγρίεψαν πιότερο κι όρμηξαν στην Εμινέ και την ξέσκισαν.
Σαν έφεξε η μέρα, βγήκε η μάνα της Εμινέ στην πόρτα και την καρτέραγε να γυρίσει. Μα ο ήλιος ψήλωνε κι η Εμινέ δεν έλεγε να φανεί. Άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια τότε την κακιά γυναίκα και μια και δυο πήρε το δρόμο για το μύλο να ψάξει το δρόμο για τη θυγατέρα της. Σαν έφτασε στο μύλο και δεν τη βρήκε κει πέρα αρχίνησε να σκούζει: «Μίνκα! Μίνκα! Μίνκα!». Κι άκουσε τότε τα ξωτικά ν’ αποκρίνονται: «Της Εμινέ τα έντερα είναι σ’ ένα παλούκι κρεμασμένα».

Ας εξετάσουμε τώρα την πομακική εκδοχή της Σταχτοπούτας, ενός παραμυθιού που πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή η νεκρή μητέρα που βοηθάει τη Σταχτοπούτα δολοφονείται και τρώγεται από τις κακές κόρες της σε μια φρικιαστική πράξη ανθρωποφαγίας. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το παραμύθι της Σταχτοπούτας προβάλλει ερωτηματικά για τη σχέση μητέρας και κόρης καθώς και για τη σχέση τροφής και θηλυκότητας. Η μητέρα θεωρείται το πρότυπο της θηλυκότητας και η Σταχτοπούτα, μέσα από την άρνησή της να τη σκοτώσει, εισάγεται στη γυναικεία ταυτότητα. Οι Πομάκοι της Ξάνθης ονομάζουν τη Σταχτοπούτα Pepelúshka (pépel=στάχτη). Σε παραλλαγή που καταγράψαμε στα Κιμμέρια η Pepelúshka, μετά το θάνατο της μητέρας της αναγκάζεται από τη μητριά (pomásteva) της να γνέθει μαλλί. Τη βοηθάει μια αγελάδα αλλά η μητριά διατάζει τον άντρα της να σκοτώσει την αγελάδα. Η αγελάδα συμβουλεύει το κορίτσι να μαζέψει τα κόκαλα, να τα θάψει και να πηγαίνει εκεί για να ζητήσει όποια χάρη θέλει. Η Pepelúshka θέλει να πάει σε μια γιορτή και ζητάει ένα άλογο και ένα φόρεμα. Καθώς πηγαίνει για τη γιορτή το άλογο σταματάει να πιει νερό, όταν ένας αντάρτης (vaevóda) τη βλέπει. Αυτή φεύγει τρέχοντας και αφήνει ξοπίσω της το ένα παπούτσι. Ο αντάρτης τη βρίσκει αλλά η μητριά προσπαθεί να εμποδίσει το γάμο τους στέλνοντας την Pepelúshka να ξεψειρίσει ένα δράκο. Το κορίτσι τα καταφέρνει και ο δράκος της χαρίζει όμορφα φορέματα και ένα άλογο. Η μητριά στέλνει μετά τη δική της κόρη στο δράκο, περιμένοντας παρόμοια ανταμοιβή, αλλά ο δράκος τη σκοτώνει. Θα παραθέσουμε εδώ μία πομάκικη παραλλαγή της Σταχτοπούτας από το Θεοχαρίδη (Πομάκοι. Οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης, Ξάνθη 1995 σ. 483):

Bir vakît bir zamán enná fukará, zóna iméla ennó mítsko déte, iméla i ennó krávo. Stárkana hôrgün dávala mómechutone vólno i krávono hódila da pasé i vólnono da predé. Hôrgün po dve kilá dávala. I mamínkana dávala vólnono krávoine i krávana go právila i proéla. Hôrgün isé právila áma vólnoso krátila. Ennósh stárkana reklála se da zakóleme krávana. Áma momínkana mlógo so chûdila óti she da yo zakóle krávono. I krávana vídela óti pláche i popîtala momínkono. Stárkana víka “she to zakóle” i sóltzene oseftívo da tetsót. Drúga déne víka krávana momínkoine: «Kugáno mo zakóliot ti od móne da ne yedésh. Sáde zémesh kókalise i segí kladésh do ennók trandáfele. Agá so ozhónish da ídesh da gi zémesh». Enéi stórila momínkana. Agá doshíl vakît da so ozhóni i iznióla kókaline i vrit prikiéno i stánola altón. Ozhónivo so i yétse húbove so prikáreli.

Μια φορά κι έναν καιρό μια φτωχή γριά γυναίκα, η οποία είχε ένα μικρό κοριτσάκι, είχε και μια αγελάδα. Η γριά κάθε μέρα έδινε στο κοριτσάκι μαλλιά και την αγελάδα να τη βοσκάει και να γνέθει μαλλί. Κάθε μέρα από δυο κιλά του έδινε. Και το κοριτσάκι το έδινε στην αγελάδα κι αυτή το μασούσε και το έκανε κλωστή. Κάθε μέρα έτσι γίνονταν και τα μαλλιά τελείωσαν. Μια φορά όμως η γριά είπε ότι θα σφάξει την αγελάδα. Το κοριτσάκι στενοχωρήθηκε που θάσφαζαν την αγελάδα. Η αγελάδα είδε το κοριτσάκι να κλαίει και το ρώτησε. Η γριά είπε «Θα το σφάξει» και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του. Την άλλη μέρα η αγελάδα λέει στο κοριτσάκι: «Όταν με σφάξουν εσύ δεν θα φας καθόλου. Θα πάρεις τα κόκαλα και θα τα βάλεις μέσα σ’ ένα λάκκο κοντά στην τριανταφυλλιά. Όταν θα παντρευτείς, θα ’ρθεις και θα τα βγάλεις». Έτσι έκανε το κοριτσάκι κι όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί ήρθε κι έβγαλε τα κόκαλα. Όλα τα προικιά της έγιναν τότε χρυσά. Παντρεύτηκε κι έζησε πολύ καλά.

Όμως, αν η Σταχτοπούτα αντιπροσωπεύει τη θηλυκότητα και την αφοσίωση στη μάνα, άλλοι γυναικείοι χαρακτήρες των πομάκικων παραμυθιών αντανακλούν απόψεις για τη θέση και τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Στο παραμύθι «Η Αϊσέ στον πόλεμο», όπως καταγράφηκε στο χωριό Κότινο, μια κοπέλα πηγαίνει στον πόλεμο στη θέση του πατέρα της. Ντύνεται με ανδρικά ρούχα αλλά οι υπόλοιποι στρατιώτες αμφιβάλλουν για το αν είναι πράγματι άνδρας. Ακολουθούν δοκιμασίες για να πιστοποιηθεί ο «ανδρισμός», όμως αυτή κατορθώνει χάρη στην ευφυία και τη γενναιότητά της να τους ξεγελάσει. Στην πομακική παραλλαγή του παραμυθιού οι κοινωνικές αξίες που συνδέουν τη γυναίκα με την οικογένεια και μόνο φαίνεται να αμφισβητούνται καθώς το κορίτσι αποδεικνύεται πιο έξυπνο και πιο δυνατό από τους άνδρες στρατιώτες.
Μια ακραία περίπτωση γυναίκας εμφανίζεται στο παραμύθι από το χωριό Άλμα Zhána bába so ye vráshtala gech nah kóshtono (Η γριά που γυρνούσε αργά στο σπίτι), όπου οι αντιπαλότητες ανάμεσα στα δύο φύλα φτάνουν στα άκρα τους. Μια πεισματάρα γυναίκα δεν υπακούσει τον άντρα της ό,τι κι αν της λέει. Κάθε μέρα αυτή αργεί να γυρίσει στο σπίτι αφού πηγαίνει σε μια γειτόνισσα. Ο άντρας θυμώνει και τη ρίχνει στο ποτάμι. Αφού ηρεμήσει, αρχίζει να την ψάχνει περπατώντας προς την ανηφόρα. Όταν ένας περαστικός τον ρωτάει τι κάνει, αυτός απαντά πως η γυναίκα του ήταν πολύ πεισματάρα για να πάει προς τα κάτω και καταλήγει συμβουλεύοντάς τον να αγαπάει τη γυναίκα του ακόμα και με τα ελαττώματά της (víka mu da ye mílava zhanóno mu da ye i sas kusúre).
Ένα από τα πιο διαδεδομένα παραμύθια της Ροδόπης είναι αυτό που παρουσιάζει τη σχέση μιας αρκούδας με έναν άνθρωπο. Στις πομακικές εκδοχές του παραμυθιού από το νομό Ξάνθης ένα κορίτσι, το οποίο αναφέρεται ως «η κόρη της αρκούδας» (mechkóyne dashterâna), ζει με μια αρκούδα. Είναι αναπόφευκτη η παραπομπή στο παραμύθι AaTh 159B, όπου το λιοντάρι αφήνει τον άνδρα να τον χτυπήσει στο κεφάλι με τσεκούρι. Μετά από ένα χρόνο η πληγή γιατρεύεται αλλά όχι και ο πόνος. Στη Ροδόπη τη θέση του λιονταριού παίρνει η αρκούδα, αλλά η κατάληξη είναι παρόμοια, με μία δημοφιλή παροιμιώδη φράση: Υerána sa zagáve dúmana sa ne zabaráve (Η πληγή γιατρεύεται, η κουβέντα δεν ξεχνιέται).
Οι αποφθεγματικές φράσεις αποτελούν συχνή κατάληξη των πομάκικων παραμυθιών. Αυτό συμβαίνει και στο παραμύθι του άτυχου αδελφού ο οποίος δε μπορεί να ξεφύγει από την ατυχία του. Στην παραλλαγή από τη Μύκη έχει ως εξής:

Imâlo ye annó fukaró i adín béy ye íshkal da mu pamógne, fukaróyne, da go patpré. Alá da so na séti fukarána katrí mo ye pamógnal. Annók déne hódi fukarána na drúgono stráno sélono. I víka béen:
- Ya she mu náshtelom lírï na köprûeno kogána so vórne da gi náyde da so avartí i tóy da stáne húbbe.
Kláva mu lírïne na köprûeno kólkono mu kláva. I tóy so vráshta pres tam i kogána dahóde na kráy köprûeno víka:
- Châki da vídem, ya sha mózhom li da póminom isóy köprûe sas tísnatï óchi?
Stísnava achíne i pamína. Lírïne si astánavot itám. I béen hóy si gi zíma lírïne.
Inagáda zhanóno da mu stóreva annók klína i nastíla mu na dóno na tepsôno lírï. I preváda mu tepsôno. Fukarána víka:
- Za kaná ya da yam klínase? Châki da go prédadom da mu zômom parîne.
Ι predáva go. Lírïne nabívot pak. Zató víkot: «Agána néma badín kïsméte néma».

Ήταν ένας φτωχός και ένας μπέης ήθελε να τον βοηθήσει το φτωχό, να τον στηρίξει. Aλλά να μην καταλάβει ο φτωχός ποιος τον βοήθησε. Mια μέρα πήγε ο φτωχός στην άλλη μεριά του χωριού. Και λέει ο μπέης:
- Εγώ θα του απλώσω λίρες στη γέφυρα για να τις βρει όταν θα γυρίσει για να περνάει καλά.
Του βάζει τις λίρες στη γέφυρα, όσες του βάζει. Κι εκείνος γυρίζει από εκεί και όταν έρχεται στην άκρη της γέφυρας λέει:
- Περίμενε να δω, εγώ θα μπορέσω να περάσω αυτή τη γέφυρα με κλειστά μάτια;
Κλείνει τα μάτια και περνάει. Οι λίρες έμειναν εκεί. Και ο μπέης πάει και τις παίρνει πίσω. Και βάζει τη γυναίκα του να του κάνει ένα κλιν (μια ριζόπιτα) και στρώνει τον πάτο του ταψιού με λίρες. Και του στέλνει το ταψί. Ο φτωχός λέει:
- Γιατί εγώ να φάω τη ριζόπιτα; Κάτσε να τnν πουλήσω για να πάρω τα λεφτά της.
Και την πουλάει. Οι λίρες χάνονται πάλι. Γι αυτό λένε: «Όταν κάποιος δεν έχει τύχη, δεν έχει».

Διαπιστώνουμε λοιπόν πως η μοίρα είναι κυρίαρχη έννοια στο πομάκικο παραμύθι. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια του Θεού. Παρατηρούμε αρκετά παραμύθια να τελειώνουν με φράσεις όπως Alláh e golém za sékok (= Ο Θεός είναι μεγάλος για όλους). Όμως, εκτός από την αναγνώριση της δύναμης του Θεού, τα πομάκικα παραμύθια ενσωματώνουν και άλλες σημαντικές ισλαμικές πεποιθήσεις ως προς τον Αλλάχ, όπως η παντοδυναμία, η καλοσύνη και η συγχώρεση. Τα σημάδια του Αλλάχ είναι ορατά παντού στον κόσμο και εάν οι άνθρωποι δεν τηρούν τους θεϊκούς νόμους θα τιμωρηθούν. Ο Αλλάχ είναι ικανός να γιατρέψει ακόμα και ανίατες ασθένειες, να υψώσει τους καλούς και να καταστρέψει τους κακούς.
Η θρησκευτική πίστη διαχέεται σε πολλές πομάκικες αφηγήσεις. Επίσης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις πομάκικων παραμυθιών που έχουν δανειστεί στοιχεία από τη χριστιανική παράδοση. Αυτό ισχύει στην περίπτωση ενός πολύ δημοφιλούς παραμυθιού σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα με το χαρακτηριστικό μοτίβο της βλάστησης του καμμένου ξύλου. Ακολουθεί παραλλαγή του παραμυθιού Εnná kumíta ye primázala doksán dokúsh kishâh (Ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει 99 ανθρώπους) από τη Μύκη:
Εnná kumíta ye primázala doksán dokúsh kishâh. I hódi da pîta annók sofîye.
- Ájeba móne kak she mi so harísa grehós. Υa isîy isîy primáza doksán dokús kishâ?
Tóy mu víka:
- A, to so itazí níkak na harísava. Αm ne isá, víka, vóri stóri annó bahchô na annók póte. I násadi kaknáta íma faf dünyóso i néma da prepústash chülâka da paminé da mu ne dávash. I búchni annó glávne faf kráyene i akú so slísne harísati so. I tóy stórevo bahchô i to sä varvôt insáne. Ι tóy dáva vrítsem katrí kanána beendísava ad bahchôno. Agá adín kabá dayí so padáva, tóy go rúknava:
- Ey, aretlîk, yéla, yéla da ti dam nâko!
Το le varví. Rúka mu:
- Βre, sábïr yéla as kóneto da ti dam nâko.
Τo sa na ustáe.
- Ái, anás sïnî... Ya som doksán-dokús kishâh primázal.Τa tébe li so póchüdem ?
Markínana se ye bulá as tóga. Díga markínono i primázava go. I svíva ramána i víka:
- To ’sä móto svórshan.
Raz-hóde so pa bahchôno natsîi nasám. Agî ye paglâl glavnéna so ye slísnala. I to ye rekól:
- Héy, yarabím, chi to ye buló za mífko rábato mása rábata pak mo bu kadár nagadí da práem umúra.
Hóy da mu víka:
- Óti isîy isîy mo nagadí shu kadár na zahméte nagadí. Ya le yéshte annók da som primázal i svídi mi so grehót.
- Che óti? víka mu.
- Che ya isîy isîy glavnóto búchna af bahchôno i hüch naráchi da so lísne. Agî primázah yéshte annók paglâ i glavnáta so ye slísnala.
- To ye i to anná rábata da ti go kázom i to. Inazí aretlîk bórzhal yátse. Pódil ye svádbo da sabáre. Ta óti go udrí glavnána so ye slisnála.

Ένας κομιτατζής είχε σκοτώσει ενενήντα-εννιά άτομα. Και πάει να ρωτήσει κάποιο σοφό.
- Άραγε, εμένα πώς μπορούν να μου συγχωρεθούν οι αμαρτίες; Εγώ, έτσι κι έτσι, σκότωσα ενενήντα-εννιά ανθρώπους.
Εκείνος του λέει:
- Α, αυτό δε συγχωρείται με τίποτα. Αλλά τέλος πάντων, λέει, πήγαινε και φτιάξε έναν κήπο σε ένα δρόμο. Και φύτεψε ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Και δεν θα αφήνεις άνθρωπο να περάσει χωρίς να του δώσεις κάτι. Και φύτεψε ένα μισοκαμμένο ξύλο στην άκρη και αν φυτρώσει σου συγχωρέθηκαν όλα. Αυτός έφτιαξε κήπο και άρχισε να περνάει κόσμος. Δίνει σε όλους, σε καθέναν ό,τι του άρεσε από τον κήπο. Όταν ένας βαρύς μάγκας ξεπρόβαλε εκείνος τον φώναξε:
- Έη, φίλε, έλα, έλα να σου δώσω κάτι!
Εκείνος προχωρούσε. Του φωνάζει:
- Βρε, υπομονή. Έλα με το άλογό σου να σου δώσω κάτι.
Αυτός δε σταματάει.
- Της μάνας σου… Εγώ έχω σκοτώσει ενενήντα-εννιά άτομα. Εσένα θα σκεφτώ;
Το όπλο το είχε μαζί του. Σηκώνει το όπλο και τον σκοτώνει. Και σηκώνει τους ώμους και λέει:
- Τώρα εγώ είμαι τελειωμένος.
Πηγαινοερχόταν στον κήπο πέρα-δώθε. Όταν κοίταξε το μισοκαμμένο ξύλο, είχε βγάλει φύλλα. Και αυτός είπε:
- Ω Θεέ μου! Αφού ήταν μικρή δουλειά η δική μου υπόθεση αλλά με έβαλε να κάνω τόσο κόπο.
Πάει και του λέει:
- Γιατί με έβαλες να κάνω τόσο κόπο; Εγώ μόνο ακόμα έναν να σκότωνα και σβήσανε οι αμαρτίες μου.
- Και γιατί; του λέει ο άλλος.
- Εγώ, έτσι κι έτσι, το μισοκαμμένο ξύλο φύτεψα στον κήπο και καθόλου δε φύτρωνε. Όταν σκότωσα ακόμα έναν κοίταξα και είδα πως το μισοκαμμένο φύλλο είχε ανθίσει.
- Και αυτό είναι μία δουλειά, να σου την εξηγήσω. Εκείνος ο τύπος ήτανε πολύ βιαστικός. Πήγαινε να χαλάσει γάμο. Επειδή τον κτύπησες, το μισοκαμμένο ξύλο έβγαλε φύλλα.

Το θαύμα της βλάστησης της ράβδου συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη (Αριθμοί 17.8) στην περίπτωση της εκλογής του Ααρών από το Θεό, όταν η ράβδος του Ααρών ανεφύησε βλαστό, άνθισε άνθη και έβγαλε αμύγδαλα. Το ίδιο θέμα συναντάμε και σε βίους αγίων. Στο Γεροντικόν ως δείγμα υπακοής παρατίθεται διήγηση για τον αββά Ιωάννη ο οποίος φύτεψε ξερό ξύλο λέγοντας σε ένα γέροντα να το ποτίζει μέχρι να βλαστήσει. Αλλά, εκτός από τα παραμύθια, και σε ένα σπάνιο δημοτικό τραγούδι από τη Σύμη συναντάμε πάλι το θαύμα της αναβλάστησης ξερού δαυλού. Πρόκειται, λοιπόν, για ιδιαίτερα δημοφιλές θέμα με προφανή θρησκευτική προέλευση. Ο Dawkins, διαπιστώνει πως δεν υπάρχουν τουρκικές παραλλαγές του παραμυθιού ενώ, συγκρίνοντας τις σλαβικές με τις ελληνικές παραλλαγές, επισημαίνει πως στην Ελλάδα η αμαρτία που διαπράττει ο άνδρας είναι είτε η παρακράτηση νερού είτε η παρεμπόδιση γάμου, ενώ στις σλαβικές παραλλαγές είναι εντελώς διαφορετική (προσβολή νεκρών, λαθρεμπόριο καπνού, νεκροφιλία). Με βάση αυτή την προσέγγιση του Dawkins, πρέπει να σημειώσουμε πως οι πομακικές παραλλαγές του παραμυθιού είναι κοντύτερα στις ελληνικές παρά στις σλαβικές.
Πολλοί σύγχρονοι Πομάκοι αφηγητές συμπεριλαμβάνουν στις αφηγήσεις τους ευτράπελες ιστορίες και ανέκδοτα. Μια τέτοια δημοφιλής ιστορία είναι «Η αλεπού που έφαγε όλο το καζάνι (AaTh 15). Η αλεπού υποκρίνεται ότι την καλούν για να βαφτίσει ένα παιδί και σε τρεις φάσεις τρώει ένα ολόκληρο καζάνι. Οι διάλογοι είναι γεμάτοι ζωντάνια καθώς διεξάγεται η κλοπή. Η αλεπού δίνει τρία ονόματα στα φανταστικά παιδιά ανάλογα με το στάδιο που βρίσκεται το καζάνι: αρχή, μέση, τέλος. Έτσι βαφτίζει το πρώτο παιδί Nasardáts, μόλις αρχίζει να τρώει, το δεύτερο Náalats, όταν το καζάνι είναι στη μέση και το τρίτο Nálupats όταν έχει γλείψει όλο το καζάνι και το έχει αναποδογυρίσει.
Βέβαια, όσον αφορά στις ευτράπελες ιστορίες, η μορφή του Νασραντίν χότζα, γνωστή σε όλα τα Βαλκάνια, πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από ανέκδοτα, που αποσκοπούν πρώτα απ’ όλα να προκαλέσουν το γέλιο. Ακόμα και το άκουσμα του ονόματος του Νασραντίν προξενεί το γέλιο, πριν ακόμα αρχίσει η αφήγηση της ιστορίας. Οι Πομάκοι της Ξάνθης συνηθίζουν να λένε: Za kirk déne akú ne spominésh Nasradíne sha se izlézi pak (για σαράντα μέρες αν δε μνημονεύσεις το όνομα του Νασραντίν, θα ξανασηκωθεί). Αυτό σημαίνει πως τα σχετικά ανέκδοτα ήταν σχεδόν σε καθημερινή χρήση. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι Πομάκοι της Μύκης ερμηνεύουν μέσα από ένα παραμύθι πώς βγήκε η φήμη του Νασραντίν χότζα:
Uchíliso so telebâ. Telebâ ye bul as dvamíne druzâ. Hójeno mi ye imâl annó yágne. Ζaklála mi go i zavód go i na drúganek déne yágneso si ye yágne. Dashlólo sïrá hójeno da íde nah nókade i tíye so zdúmovot i trimínane da zakólet yágneno i da mo payót za da si stáne. Iszâli go. Pâli so, pâli, yágneno na ráchi da si stáne. Agá si ya dashló hójeno papîtal ye:
-Kadé ye yágneto?
- Che, izédahme go!
- Chi, da, víka.
Papîtava annókne:
- Tï kakná práisho?
- Néma níkakna, ya go zaklá.
- Tï dáyma dannó si le kólish.
Drúgokne papîtava :
-Tï kakná práisho?
- Néma níkakna, ya mo pomágasho.
- Tébe danó si ti dáyma le pamágot.
Nasradína papîtava :
- Tï kakná práisho ?
- Néma níkakna, ya mi so le smäh.
- Τébe, mo víka, dáyma danó si ti so le smöt.
I at túka nasám ’sána mu so le smöt.

Σπουδάζανε κάπου σαν φοιτητές. Ήταν συμφοιτητής με άλλους δύο. Ο καθηγητής τους είχε ένα αρνάκι. Τους το έσφαζε, το τρώγανε και την άλλη μέρα το αρνάκι παρέμενε αρνάκι. Ήρθε η στιγμή ο καθηγητής να πάει κάπου και αυτοί συμφωνήσανε και οι τρεις να σφάξουν το αρνί για να το διαβάσουνε και να αναστηθεί. Το φάγανε. Διαβάζανε, διαβάζανε, το αρνί δεν ανασταινόταν. Όταν γύρισε ο καθηγητής ρώτησε:
-Πού είναι το αρνί;
-Ε, το φάγαμε!
- Και εντάξει, λέει.
Ρωτάει τον ένα:
- Εσύ τι έκανες;
- Δεν έγινε τίποτα, εγώ το έσφαξα.
- Εσύ πάντα να σφάζεις (στη ζωή σου).
Ρωτάει τον άλλον:
- Εσύ τι έκανες;
- Δεν έγινε τίποτα, εγώ τον βοηθούσα.
- Εσένα πάντα να σε βοηθάνε (στη ζωή σου).
Ρώτησε το Νασρεντίν:
-Εσύ τι έκανες;
- Δεν έγινε τίποτα, εγώ γέλαγα.
- Με εσένα, του λέει, πάντα να γελάνε.
Και από εκείνη τη στιγμή και μετά πάντα γελάνε μαζί του.

Τα ανέκδοτα για το Νασραντίν χότζα φτάνουν συχνά στα άκρα ανατρέποντας τα κοινωνικά παραδεδεγμένα πρότυπα. Μέσα από την ατμόσφαιρα ευθυμίας που δημιουργούν διαχέονται πολλά σχόλια σχετικά με τις ενδοκοινοτικές σχέσεις και συγκρούσεις ενώ η αντικειμενικότητα της αλήθειας αμφισβητείται από έναν ήρωα που συνδυάζει την απόλυτη εξυπνάδα με την απόλυτη βλακεία. Έχει κανείς την εντύπωση πως όσο πιο προκλητικό είναι το περιεχόμενο των αντίστοιχων ιστοριών τόσο πιο ενδιαφέρουσα γίνεται η αφήγησή τους. Παρόλα αυτά, μέσα από την αμφισβήτηση των κοινωνικών αξιών το ακροατήριο ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τις επιβεβαιώνει, επαναπροσδιορίζοντας τα όριά τους.
Εκτός, όμως από τα ανέκδοτα με το Νασραντίν χότζα, δημοφιλείς είναι και άλλες χιουμοριστικές ιστορίες με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, όπως η ακόλουθη, που είχε καταγράψει ο Γ.Ταουκτσόγλου στον Κύκνο.

Idín déne akshámlayin Hasán i Ahmét, dvamína arkadáshe, varvéli sa na barchínana as tri magáre, ennó mule i idín kon, ta kalvé súhi darvá. Agá ftásali sa, ostávili sa hayvánas i na kráy da pasé etám i dvamína mu fátiha da kalvé. Pu yavásku, pu yavásku hayván sa varvél yáttsa dalétse. Etám ídi idín gulém vólek, hápi innó ut tri magáreno i drúgi fátiha da rúknat.
Tagás Hasáne strah gu ya yátsa i tártsali da vídi kaná stána pri hayvánas. Bártsku- bártsku ftásali etám i kaná da vídi? Valkát fáti na magáreto mu ot nogíne i súrnei hayvása valkán.
Valkán fáti da rúku Hasán i fíre envá as gulém kámin. Valkánen bégat pak právilu iná dúpka magáreno kurmínena i envá umré pu máfka saáten. Hasánen yátsa sikildísa pak kaná da právi?Fortósali sa drúgi hayvása i ídat na séloso. Hasán mu zhenána pupíta:
- Hasán, kadé e magáreno ?
Hasán píta:
- Bégay ot túka, marí tsingené !

Μια μέρα το πρωί ο Χασάν και ο Αχμέτ, δυο φίλοι, πήγαν στο βουνό με τρία γαϊδούρια, ένα μουλάρι και ένα άλογο, για να κόψουν ξερά ξύλα. Όταν έφτασαν, άφησαν τα ζώα στην άκρη να βόσκουν εκεί και οι δυο τους άρχισαν να κόβουν. Σιγά, σιγά τα ζώα πήγαν πολύ μακριά.
Εκεί πήγε ένας μεγάλος λύκος, έφαγε το ένα από τα τρία γαϊδούρια και τα άλλα άρχισαν να φωνάζουν. Τότε ο Χασάν φοβήθηκε πολύ και έτρεξε να δει τι συνέβαινε κοντά στα ζώα. Σε λίγο έφτασε εκεί και τι να δει; Ο λύκος έχει πιάσει το γάιδαρο από τα αυτιά και σέρνει το ζώο ο λύκος. Ο λύκος άρχισε να φωνάζει το Χασάν κι αυτός έτρεξε εκεί με μεγάλη πέτρα. Ο λύκος έφυγε αλλά ο γάιδαρος τρύπησε την κοιλιά του, βγήκαν τα άντερα και εκεί πέθανε σε λίγη ώρα. Ο Χασάν πολύ στεναχωρέθηκε αλλά τι να κάνει; Φόρτωσε τα άλλα ζώα και πήγαν στο χωριό. Το Χασάν τον ρώτησε η γυναίκα του:
- Χασάν, πού είναι ο γάιδαρος;
Ο Χασάν τής απάντησε:
- Φύγε από δω, μαρή τσιγγάνα!

Το κλείσιμο της ευτράπελης αυτής ιστορίας με το Χασάν να ξεσπάει θυμωμένος στη γυναίκα του (Δε φτάνει που γλίτωσε ο ίδιος, μετά την επίθεση του λύκου κι εκείνη θέλει να ζει και ο γάιδαρος…) δείχνει το λεπτό χιούμορ των Πομάκων αφηγητών που σίγουρα αντιστοιχούσε σε καλλιέργεια της χιουμοριστικής αφήγησης στην πομάκικη κοινότητα γενικότερα.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως η μελέτη των παραμυθιών των Πομάκων μέσα στο ιστορικό, γεωγραφικό και πολιτισμικό πλαίσιο του βαλκανικού παραμυθιού αναδεικνύει ένα κοινό υπόβαθρο στον άξονα της οροσειράς της Ροδόπης, καθώς οι παραδοσιακές ορεινές κοινότητες των Πομάκων, αντιπροσωπευτικός τύπος μικρών αγροτικών κοινοτήτων, λειτούργησαν συχνά ως γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στο βορρά και το νότο, την ανατολή και τη δύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου